κόζι

κόζι
το
(λ. τουρκ.), σε χαρτοπαίγνιο το ατού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόζι — το (για ένα είδος χαρτοπαιγνίου) το καλύτερο χαρτί, αλλ. ατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. koz] …   Dictionary of Greek

  • coz — adv. (reg.; după adjective ca frumoasă, mândră) Din cale afară, extrem de..., foarte. Frumoasă coz. – Din tc. koz. Trimis de LauraGellner, 30.07.2004. Sursa: DEX 98  COZ s. v. atu. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  coz adv., s …   Dicționar Român

  • ατού — το (λ. γαλλ.) 1. κάθε χαρτί της τράπουλας από τη σειρά που κάθε φορά, ύστερα από συμφωνία των παιχτών, νικά τις τρεις άλλες, το κόζι: Τα ατού είναι κούπες. 2. δυνατό επιχείρημα: Χρησιμοποίησε και το τελευταίο του ατού. 3. μέσο επιτυχίας: Για μια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”